χαλευτής

χαλευτής
ο
θηλ. -εύτρα αυτός που χαλεύει, αυτός που ζητάει χρήματα ή πράγματα από τους άλλους από συνήθεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλευτής — και χαλεφτής, θηλ. χαλεύτρα και χαλευτού, ουδ. χαλευτούδικο, Ν [χαλεύω] αυτός που έχει την κακή συνήθεια να ζητάει συχνά ή να δανείζεται χρήματα και πράγματα …   Dictionary of Greek

  • χαλεφτής — ο, Ν βλ. χαλευτής …   Dictionary of Greek

  • χαλεύτρα — η, Ν βλ. χαλευτής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”